- σοωδίνη
- σο-ωδίνη [ῑ], ἡ,A saving in travail, epith. of Artemis, IG7.3407 ([place name] Chaeronea).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σοωδίνη — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που σώζει από τις ωδίνες τού τοκετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σο τού σῶ, σπάνιου τ. τοῦ ρ. σαῶ «σώζω» + ὠδίνη «πόνος τού τοκετού»] … Dictionary of Greek